- ἐνίδρυσε
- ἐνί̱δρῡσε , ἐνιδρύωset inaor ind act 3rd sgἐνίδρῡσε , ἐνιδρύωset inaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… … Dictionary of Greek